Станислав Востоков Балбес
Ο Βλακας
Από τη συλλογή "ο ήλιος μούρων"
Σχεδόν σε κάθε σπιτι στο χωριο μας υπήρχε ενας σκύλος. Δεν ειχε μονο ο μποκαλης ο Παπατιμοθεος. Αλλά τέλικα και εκεινος αποφάσισε να παρει ενα. Την αργια όταν το μπακαλικο ηταν κλειστο, ο Παπατιμοθεος πήγε στη Μόσχα στο μπαζαρι και επκιασεν ενα σκυλο με πολλα ύποπτη εμφανιση.
- Τι ρατσα ενι; - ρωτήσε η Αννουλα όταν ο μποκαλης περνουσε με το προιον διπλα απο το σπιτι μας
- Κοφτυ μας η ρατσα, - ειπε, και κουνησε το χερι του. Και λεουνον Βλακα
- Εν πιραζυ, τουλαχιστον να ειναι καλός φύλακας
Ο μπακαλης μόνο εκανε πανο κατο με τους ωμους του
-Εν να δούμε
Και είδαμε πολλύ σύντομα. Εκινη την νύκτα, όταν ολό το χωριό κοιμοταν ο Bλακας άρχισε να παουριζει και να παουριζε ος το πρωί.
Το πρωί η Άννουλα βουρησε να μαλωσει με τον Παπατιμοθεο.
- Γιατί βασανίζεις τον σκύλο;
Πώς βασανίζω; ειπε ο Παπατιμοθεος προσβεβλημενος
Ασχημα ειπεν η Άννουλα
Ουτε τον αγγιξα
Τοτε μπορει να πονα κατι
Δεν εχει τίποτα .Θορε εφαεν μια πιατελα σούπα
Αντε να δω, - εκφοβισε η Αννουλα, αν δεν θα σταματήσις θα σε καταγγιλω
Τις επόμενες μέρες γινοτω το ιδιο πραγμα. Την νύχτα ο Bλακας επαουριζε , και το πρωι ερκοταν καποιος να θυμωσει. Ο μποκαλης αλλο λιο και θα εκλαιγε.
- Δωστο πισο στον ιδιοκτητη συμβουλεψε ο Μιτσος. Αφου εν διαβολοσκυλος
-Που να βρω τον ιδιοκτητη
-Του λαχιστον πάρτον στον κτηνίατρο επειδη δεν κοιμουμαστε καλα τις νυχτες
Ο Παπατιμοθεος δεν ειχε τι να κανει. Ας και δεν ηταν αργια ο Παπατιμοθεος κλειδωσε την πόρτα, πηγαι με το τρένο και γυρισε αργα το βραδυ.
- Ε; ρώτησε ο Miτσος.
- Ο γιατρός είπε ότι δεν εχει τιποτα, δήλωσε ο Παπατιμοθεος. Μόνο έχει ένα ελάττωμα
-Τι?
Ελαττώλα ομιλιας. Δεν ξερει να γαβγιζει και για αυτο παουριζει. Και δεν μπορουμε να κάνουμε τίποτα με αυτο.
- Αμανα μου, - εντηπωσιαστηκε ο Μιτσος Ενταξυ να ζησει. Μπορει σηνυθίσουμε.
Μαθαίνοντας για το ελαττωμα του Βλακα ολοι αρχισοι να τον λυπουνται
και να φερνουν στον μπακαλη κάτι νόστιμο γι' αυτόν και επισης τον συνηθισαν τις νυχτες επειδη ηξέραν οτι δεν τον βασανιζει ο Παπατιμοθεος αλλα δεν ηξερε να γαβγιζει
Και μετα εγινε αυτό. Τρεις μήνες αργότερα, τη νύχτα, στο μπακαλικο, το οποίο βρισκονταν την άλλη πλευρά τον σπιτιού του μπακαλικοι δύο κλεφτες. Ο Βλακας πρώτος ενιοσε και μιριστιτκε. Και αρχισε να παουριζει που και οι συνιθισλενοι οι συχωριανοί φοβιθικαν. Ενω οι ξενοι κλέφτες ήταν να τρελαθουν. Φοβισμενοι εσυραν τα σιδερα και της σικλες και βουρεισαν
Από εκινο τον καιρο τον Βλακας στο χωριό άρχισαν να τον τιμουν και άρχισαν
να του φερνουν πιο πολλα φαγητα.
Ενω ο αστυνομικός που ηρθε στην αποτυχημένη ληστεία είπε ότι δεν ειναι ελάττωμα, αλλά διναμη και ζήτησε από τον Παπατιμοθεος να πουλήσει τον Βλακα
- Ε, όι! απάντησε ο ο Παπατιμοθεος
Και ειχε, φυσικά, δικεο γιατι σε ολο τον κόσμος δεν έχει αλλο σκυλο με ετσι ενροπιστιακο ελάττωμα. Ελαττωμα ομιλίας!
Балбес
Из сборника «Рябиновое солнце»
Почти в каждом дворе в нашей деревне жила собака. Не было ее только у продавца Тимофеева. Но в конце концов и он решил особачиться. В выходной, когда магазин не работал, Тимофеев поехал в Москву на рынок и купил пса самого подозрительного вида.
- Это что за порода? – спросила Анна Петровна, когда продавец вел свою покупку мимо нашего двора.
- Какая там порода! – махнул рукой Тимофеев. – А зовут его Балбес.
- Ну, ничего. Может, охранник хороший.
Продавец только пожал плечами.
Поживем - увидим.
И увидели мы очень скоро. В ту же ночь, когда вся деревня спала крепким сном, Балбес вдруг начал страшно выть и провыл до самого утра.
Утром Анна Петровна побежала к Тимофееву ругаться.
- Ты зачем собаку мучаешь?
- Как это мучаю? – обиженно ответил он.
- Страшно! – сказала Анна Петровна.
- И пальцем не трогал.
- Тогда, может быть, у нее чего-нибудь болит?
- Да ничего у него не болит: вон, только что миску супа съел.
- Смотри, - пригрозила Анна Петровна, - не перестанешь мучить, жалобу напишу!
В следующие несколько дней история повторялась: ночью Балбес выл, а утром к Тимофееву кто-нибудь приходил ругаться. Продавец уже чуть не плакал.
Ты бы вернул ее хозяину, - посоветовал Митрич. - Это же просто собака Баскервилей какая-то!
- Да где ж я теперь этого хозяина найду?
- Тогда хотя бы к ветеринару своди. А то у нашей деревни из-за нее формируется хронический недосып.
Делать Тимофееву было нечего. Хотя день считался не выходным, он запер магазин, взял Балбеса на поводок и повез на электричке в город. Вернулись они только вечером.
- Ну что? - спросил Митрич.
- Врач сказал, что он здоров, - хмуро ответил Тимофеев. – Только у него есть один дефект.
- Какой?
- Дефект речи. Он лаять не умеет, а вместо этого воет. И ничего с этим не сделаешь.
- Надо же! – удивился Митрич. – Ну ладно, пусть живет. Может, привыкнем.
Узнав про дефективность Балбеса, все стали его жалеть и приносили продавцу для него что-нибудь вкусное. И к ночному вою действительно стали понемногу привыкать, потому что знали – это не Тимофеев собаку мучает, а просто она так лает.
А потом случилось вот что. Через три месяца, ночью, в магазин, который находился с другой стороны дома продавца, забрались два человека. Балбес первый почуял неладное и принюхался. А потом так страшно завыл, что даже привыкшие к нему жители деревни перепугались. А уж незнакомые с ним воры вовсе едва с ума не сошли. В ужасе они побросали утюги с ведрами и бежали.
С тех пор Балбеса в деревне зауважали и стали носить ему еще больше всякой еды. А приехавший по поводу неудачного ограбления милиционер сказал, что это у пса не дефект, а необычная способность и попросил Тимофеева продать Балбеса.
- Ну, уж нет! – ответил Тимофеев.
И был, конечно, прав, потому что во всем мире больше нет собаки с таким необычным дефектом. С дефектом речи.
Από τη συλλογή "ο ήλιος μούρων"
Σχεδόν σε κάθε σπιτι στο χωριο μας υπήρχε ενας σκύλος. Δεν ειχε μονο ο μποκαλης ο Παπατιμοθεος. Αλλά τέλικα και εκεινος αποφάσισε να παρει ενα. Την αργια όταν το μπακαλικο ηταν κλειστο, ο Παπατιμοθεος πήγε στη Μόσχα στο μπαζαρι και επκιασεν ενα σκυλο με πολλα ύποπτη εμφανιση.
- Τι ρατσα ενι; - ρωτήσε η Αννουλα όταν ο μποκαλης περνουσε με το προιον διπλα απο το σπιτι μας
- Κοφτυ μας η ρατσα, - ειπε, και κουνησε το χερι του. Και λεουνον Βλακα
- Εν πιραζυ, τουλαχιστον να ειναι καλός φύλακας
Ο μπακαλης μόνο εκανε πανο κατο με τους ωμους του
-Εν να δούμε
Και είδαμε πολλύ σύντομα. Εκινη την νύκτα, όταν ολό το χωριό κοιμοταν ο Bλακας άρχισε να παουριζει και να παουριζε ος το πρωί.
Το πρωί η Άννουλα βουρησε να μαλωσει με τον Παπατιμοθεο.
- Γιατί βασανίζεις τον σκύλο;
Πώς βασανίζω; ειπε ο Παπατιμοθεος προσβεβλημενος
Ασχημα ειπεν η Άννουλα
Ουτε τον αγγιξα
Τοτε μπορει να πονα κατι
Δεν εχει τίποτα .Θορε εφαεν μια πιατελα σούπα
Αντε να δω, - εκφοβισε η Αννουλα, αν δεν θα σταματήσις θα σε καταγγιλω
Τις επόμενες μέρες γινοτω το ιδιο πραγμα. Την νύχτα ο Bλακας επαουριζε , και το πρωι ερκοταν καποιος να θυμωσει. Ο μποκαλης αλλο λιο και θα εκλαιγε.
- Δωστο πισο στον ιδιοκτητη συμβουλεψε ο Μιτσος. Αφου εν διαβολοσκυλος
-Που να βρω τον ιδιοκτητη
-Του λαχιστον πάρτον στον κτηνίατρο επειδη δεν κοιμουμαστε καλα τις νυχτες
Ο Παπατιμοθεος δεν ειχε τι να κανει. Ας και δεν ηταν αργια ο Παπατιμοθεος κλειδωσε την πόρτα, πηγαι με το τρένο και γυρισε αργα το βραδυ.
- Ε; ρώτησε ο Miτσος.
- Ο γιατρός είπε ότι δεν εχει τιποτα, δήλωσε ο Παπατιμοθεος. Μόνο έχει ένα ελάττωμα
-Τι?
Ελαττώλα ομιλιας. Δεν ξερει να γαβγιζει και για αυτο παουριζει. Και δεν μπορουμε να κάνουμε τίποτα με αυτο.
- Αμανα μου, - εντηπωσιαστηκε ο Μιτσος Ενταξυ να ζησει. Μπορει σηνυθίσουμε.
Μαθαίνοντας για το ελαττωμα του Βλακα ολοι αρχισοι να τον λυπουνται
και να φερνουν στον μπακαλη κάτι νόστιμο γι' αυτόν και επισης τον συνηθισαν τις νυχτες επειδη ηξέραν οτι δεν τον βασανιζει ο Παπατιμοθεος αλλα δεν ηξερε να γαβγιζει
Και μετα εγινε αυτό. Τρεις μήνες αργότερα, τη νύχτα, στο μπακαλικο, το οποίο βρισκονταν την άλλη πλευρά τον σπιτιού του μπακαλικοι δύο κλεφτες. Ο Βλακας πρώτος ενιοσε και μιριστιτκε. Και αρχισε να παουριζει που και οι συνιθισλενοι οι συχωριανοί φοβιθικαν. Ενω οι ξενοι κλέφτες ήταν να τρελαθουν. Φοβισμενοι εσυραν τα σιδερα και της σικλες και βουρεισαν
Από εκινο τον καιρο τον Βλακας στο χωριό άρχισαν να τον τιμουν και άρχισαν
να του φερνουν πιο πολλα φαγητα.
Ενω ο αστυνομικός που ηρθε στην αποτυχημένη ληστεία είπε ότι δεν ειναι ελάττωμα, αλλά διναμη και ζήτησε από τον Παπατιμοθεος να πουλήσει τον Βλακα
- Ε, όι! απάντησε ο ο Παπατιμοθεος
Και ειχε, φυσικά, δικεο γιατι σε ολο τον κόσμος δεν έχει αλλο σκυλο με ετσι ενροπιστιακο ελάττωμα. Ελαττωμα ομιλίας!
Балбес
Из сборника «Рябиновое солнце»
Почти в каждом дворе в нашей деревне жила собака. Не было ее только у продавца Тимофеева. Но в конце концов и он решил особачиться. В выходной, когда магазин не работал, Тимофеев поехал в Москву на рынок и купил пса самого подозрительного вида.
- Это что за порода? – спросила Анна Петровна, когда продавец вел свою покупку мимо нашего двора.
- Какая там порода! – махнул рукой Тимофеев. – А зовут его Балбес.
- Ну, ничего. Может, охранник хороший.
Продавец только пожал плечами.
Поживем - увидим.
И увидели мы очень скоро. В ту же ночь, когда вся деревня спала крепким сном, Балбес вдруг начал страшно выть и провыл до самого утра.
Утром Анна Петровна побежала к Тимофееву ругаться.
- Ты зачем собаку мучаешь?
- Как это мучаю? – обиженно ответил он.
- Страшно! – сказала Анна Петровна.
- И пальцем не трогал.
- Тогда, может быть, у нее чего-нибудь болит?
- Да ничего у него не болит: вон, только что миску супа съел.
- Смотри, - пригрозила Анна Петровна, - не перестанешь мучить, жалобу напишу!
В следующие несколько дней история повторялась: ночью Балбес выл, а утром к Тимофееву кто-нибудь приходил ругаться. Продавец уже чуть не плакал.
Ты бы вернул ее хозяину, - посоветовал Митрич. - Это же просто собака Баскервилей какая-то!
- Да где ж я теперь этого хозяина найду?
- Тогда хотя бы к ветеринару своди. А то у нашей деревни из-за нее формируется хронический недосып.
Делать Тимофееву было нечего. Хотя день считался не выходным, он запер магазин, взял Балбеса на поводок и повез на электричке в город. Вернулись они только вечером.
- Ну что? - спросил Митрич.
- Врач сказал, что он здоров, - хмуро ответил Тимофеев. – Только у него есть один дефект.
- Какой?
- Дефект речи. Он лаять не умеет, а вместо этого воет. И ничего с этим не сделаешь.
- Надо же! – удивился Митрич. – Ну ладно, пусть живет. Может, привыкнем.
Узнав про дефективность Балбеса, все стали его жалеть и приносили продавцу для него что-нибудь вкусное. И к ночному вою действительно стали понемногу привыкать, потому что знали – это не Тимофеев собаку мучает, а просто она так лает.
А потом случилось вот что. Через три месяца, ночью, в магазин, который находился с другой стороны дома продавца, забрались два человека. Балбес первый почуял неладное и принюхался. А потом так страшно завыл, что даже привыкшие к нему жители деревни перепугались. А уж незнакомые с ним воры вовсе едва с ума не сошли. В ужасе они побросали утюги с ведрами и бежали.
С тех пор Балбеса в деревне зауважали и стали носить ему еще больше всякой еды. А приехавший по поводу неудачного ограбления милиционер сказал, что это у пса не дефект, а необычная способность и попросил Тимофеева продать Балбеса.
- Ну, уж нет! – ответил Тимофеев.
И был, конечно, прав, потому что во всем мире больше нет собаки с таким необычным дефектом. С дефектом речи.