В магазине.
Στο μαγαζί
Μια φορά πήγα με την γιαγιά μου στο μαγαζί.
Εγώ, ο μεγάλος και ο θαρραλέος, πηγά μπροστά.
Πολλά διαφορετικά ράφια ήταν στο μαγαζί: υπήρχαν ράφια με φρούτα, με αγγουράκια, με μπισκότα, με καραμέλες, με αυγά, με λουκάνικα, με τσάι, και άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι.
Κοίταξα, μα η γιαγιά δεν ήταν εκεί!
-Γιαγιά εδώ είμαι!-φώναξα τόσο δυνατά, που κόντεψα να κουφάνω.
Και έτρεξα μόνος μου μπροστά, αντί να στέκομαι εκεί που είμαι.
-Γιαγιά εδώ είμαι!-φώναξα πιο δυνατά και έτρεξα πιο γρήγορα.
-Γιαγιά, είμαι…είμαι…εδ…ω-ω-ω!- άρχισα να κλαίω, και επιτέλους, σταμάτησα να τρέχω.
Εκείνη τη στιγμή η γιαγιά ήρθε και με έσωσε. Φάνηκε πως αυτή, έτρεχε από πίσω μου τόση ώρα. Απλά δεν μπορούσε να με φτάσει, γιατί ήμουν μεγάλος και τα πόδια μου έτρεχαν πιο γρήγορα από τα δικά της.
Μια φορά πήγα με την γιαγιά μου στο μαγαζί.
Εγώ, ο μεγάλος και ο θαρραλέος, πηγά μπροστά.
Πολλά διαφορετικά ράφια ήταν στο μαγαζί: υπήρχαν ράφια με φρούτα, με αγγουράκια, με μπισκότα, με καραμέλες, με αυγά, με λουκάνικα, με τσάι, και άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι.
Κοίταξα, μα η γιαγιά δεν ήταν εκεί!
-Γιαγιά εδώ είμαι!-φώναξα τόσο δυνατά, που κόντεψα να κουφάνω.
Και έτρεξα μόνος μου μπροστά, αντί να στέκομαι εκεί που είμαι.
-Γιαγιά εδώ είμαι!-φώναξα πιο δυνατά και έτρεξα πιο γρήγορα.
-Γιαγιά, είμαι…είμαι…εδ…ω-ω-ω!- άρχισα να κλαίω, και επιτέλους, σταμάτησα να τρέχω.
Εκείνη τη στιγμή η γιαγιά ήρθε και με έσωσε. Φάνηκε πως αυτή, έτρεχε από πίσω μου τόση ώρα. Απλά δεν μπορούσε να με φτάσει, γιατί ήμουν μεγάλος και τα πόδια μου έτρεχαν πιο γρήγορα από τα δικά της.